Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus) 1.55 - 1
  • Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus) 1.55 - 1
  • Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus) 1.55 - 2
  • Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus) 1.55 - 3
  • Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus) 1.55 - 4

Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus)

1,55 €
με ΦΠΑ

Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus)

Τιμή για το πακέτο των 5 σπόροι.

Ο Λάθυρος ο εύοσμος (Lathyrus odoratus) ή κοινώς, το γλυκό μπιζέλι ή μοσχομπίζελο, είναι ανθοφόρο φυτό του γένους Λάθυρος (Lathyrus) της οικογένειας των Φαβίδων (Fabaceae), με προέλευση τη Σικελία

Σπόροι σε πακέτο :
Ποσότητα

Total Rating Total Rating:

0 1 2 3 4
0/5 - 0 reviews

View ratings
0 1 2 3 4 0
0 1 2 3 0 0
0 1 2 0 1 0
0 1 0 1 2 0
0 0 1 2 3 0

  Add Review View Reviews View Reviews

Λάθυρος ο εύοσμος σπόρων (Lathyrus odoratus)

Τιμή για το πακέτο των 5 σπόροι.

Ο Λάθυρος ο εύοσμος (Lathyrus odoratus) ή κοινώς, το γλυκό μπιζέλι ή μοσχομπίζελο, είναι ανθοφόρο φυτό του γένους Λάθυρος (Lathyrus) της οικογένειας των Φαβίδων (Fabaceae), με προέλευση τη Σικελία, τη νότια Ιταλία και τα νησιά του Αιγαίου.

Πρόκειται για ετήσιο αναρριχητικό φυτό, το οποίο αναπτύσσεται σε ύψος 1-2 μέτρα (3 πόδια 3 ίντσες-6 πόδια 7 ίντσες), όποτε είναι διαθέσιμη η κατάλληλη υποστήριξη. Τα φύλλα είναι πτεροειδή[Σημ. 1] με δύο φυλλάδια και ένα λεπτό ελικοειδή βλαστό (tendril)[Σημ. 2] που συγκρατεί το αναρριχητικό φυτό και ο οποίος τυλίγεται γύρω από τη στήριξη των φυτών και τις δομές, βοηθώντας το να αναρριχηθεί. Στο άγριο φυτό τα άνθη είναι μωβ, πλάτους 2-3,5 εκατοστά (0,79 έως 1,38 ίντσες)· σε πολλές ποικιλίες[Σημ.  είναι μεγαλύτερα και απαντούν σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων.

Το ετήσιο είδος L. odoratus συγχέεται ορισμένες φορές με το είδος Λάθυρος ο πλατύφυλλος (L. latifolius).

Κηπευτική ανάπτυξη

Ο Σκώτος φυτοκόμος Χένρι Έκφορντ (Henry Eckford, 1823-1905) διασταύρωσε και ανέπτυξε το γλυκό μπιζέλι, μετατρέποντάς το από ένα μάλλον ασήμαντο και ίσως γλυκά αρωματισμένο λουλούδι, σε μια ανθική αίσθηση της ύστερης Βικτωριανής εποχής.

Η αρχική επιτυχία και αναγνώριση ήρθε, όταν υπηρετούσε ως επικεφαλής κηπουρός για τον κόμη του Ράντνορ (Earl of Radnor), αναπτύσσοντας νέες ποικιλίες από πελαργόνια και ντάλιες. Το 1870, πήγε να εργαστεί σε κάποιον Δρ. Σάνκι (Dr. Sankey) από το Σάντυουελ (Sandywell) κοντά στο Γκλόστερ (Gloucester), ΔΦΑ: [ˈɡlɒstər]. Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας Οπωροκηπευτικών (Royal Horticultural Society (RHS)), το 1882, του απονεμήθηκε (το κορυφαίο βραβείο) Πιστοποιητικό Πρώτης Τάξεως (First Class Certificate), για την παρουσίαση της ποικιλίας του γλυκού μπιζελιού «Χάλκινος Πρίγκιπας» ("Bronze Prince"), σηματοδοτώντας την έναρξη της σύνδεσης με το άνθος. Το 1888, ξεκίνησε στην πόλη Ουέμ (Wem), στο Σρόπσαϊρ (Shropshire), ΔΦΑ: [ˈʃɹɒpʃə], την ανάπτυξη και τα δοκιμαστικά χωράφια, για τα γλυκά μπιζέλια. Κατά το 1901, είχε συνολικά παρουσιάσει τις 115 από τις 264 ποικιλίες που καλλιεργούνταν έως τότε. Στον Έκφορντ απονεμήθηκε για την εργασία του το παράσημο «RHS Victoria Medal of Honour». Πέθανε το 1905, αλλά το έργο του συνεχίστηκε για αρκετό καιρό από τον γιο του, Τζων Έκφορντ (John Eckford).

Πιο πρόσφατα, η σχέση μεταξύ του γλυκού μπιζελιού των Έκφορντ και της Ουέμ, έχει πάλι ανέλθει στην επικαιρότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Κοινωνία του Γλυκού Μπιζελιού (Sweet Pea Society) της πόλης Ουέμ ξεκίνησε μια ετήσια παράσταση και το λουλούδι απέκτησε και πάλι την παλιά του αίγλη. Πολλά σημεία στους δρόμους τώρα φέρουν ένα μοτίβο μοσχομπίζελου και μια περιοχή στην πόλη είναι γνωστή ως Πάρκο του Έκφορντ (Eckford Park). Υπάρχει επίσης και μια ποικιλία, η «Dorothy Eckford», προς τιμήν ενός μέλους της οικογένειας.

Καλλιέργεια

Τα γλυκά μπιζέλια καλλιεργούνται από τον 17ο αιώνα και ένας τεράστιος αριθμός ποικιλιών είναι διαθέσιμος στο εμπόριο. Καλλιεργούνται για το χρώμα του άνθους τους (συνήθως σε παστέλ αποχρώσεις του μπλε, ροζ, μωβ και λευκού, συμπεριλαμβανομένων των διχρωμιών) και για το έντονο μοναδικό τους άρωμα. Καλλιεργούνται από τους κηπουρούς για ιδιωτική κατανάλωση, για έκθεση και για το εμπόριο στα ανθοπωλεία. Οι μεγάλοι, σχήματος μπιζελιού σπόροι, σπέρνονται την άνοιξη ή το φθινόπωρο σε κρύα πλαίσια (cold frames).[Σημ. 4][4] Οι σπόροι μουσκεύονται πριν το φύτεμα ή χαράζονται ελαφρώς με κοφτερή λεπίδα για επιτάχυνση της βλάστησης. Τα φυτά είναι επίσης διαθέσιμα αργότερα στην αγορά ως νεαρά φυτά ή πρωτοβλάστες (plugs).[Σημ. 5][5] Μεγαλώνουν σε καλάμια, με τα νέα βλαστάρια να αφαιρούνται τακτικά για να αναπτυχθεί πυκνότερο φύλλωμα και πλουσιότερη ανθοφορία. Τα φυτά τυπικά φθάνουν σε ύψος τα 1 έως 2 μέτρα, με τα λουλούδια να εμφανίζονται στο κατακαλόκαιρο και συνεχίζοντας για πολλές εβδομάδες, αν αφαιρούνται τακτικά τα ξεραμένα άνθη.

Πάνω από 50 ποικιλίες έχουν αποκτήσει το Βραβείο Garden Merit από την Βασιλική Εταιρεία Οπωροκηπευτικών (Royal Horticultural Society).

Εχθροί και ασθένειες

Το μοσχομπίζελο προσβάλλεται από κάποια παράσιτα, με τα πιο συνηθισμένα να είναι οι αφίδες. Αυτά τα έντομα απομυζούν το χυμό (sap)[Σημ. 6][7] από τα φυτά, μειώνοντας την ανάπτυξη. Ο Μωσαϊκός ιός μεταδίδεται από την πρασινόμυγα, προκαλώντας το κιτρίνισμα των φύλλων, την παραμόρφωση των νέων βλαστών και την αναστολή της ανθοφορίας.

Ένα παράσιτο που ονομάζεται «σκαθάρι της γύρης» που είναι μικρό, γυαλιστερό και μαύρο, τρώει τη γύρη και παραμορφώνει τα λουλούδια. Άλλα παράσιτα είναι οι κάμπιες, θρίπες, γυμνοσάλιαγκες και σαλιγκάρια. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ο περονόσπορος (mildew)· αυτός είναι μια λευκή κονιώδης επικάλυψη, που καλύπτει τα φύλλα και επιβραδύνει την ανάπτυξη.

Τα μοσχομπίζελα είναι επίσης ευαίσθητα στο αιθυλένιο σε ποσότητες που παράγονται από τα μαραμένα φυτά. Για αυτό το λόγο οι παραγωγοί ενθαρρύνονται να τα φυτεύουν μακριά από οπωροφόρα δέντρα, μεταξύ άλλων τα φυτά ρέπουν σε πρόωρο μαρασμό ή γήρανση.

Τοξικότητα

Σε αντίθεση με το εδώδιμο μπιζέλι, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι σπόροι των μελών του γένους Lathyrus είναι τοξικοί, εάν καταναλωθούν σε μεγάλη ποσότητα. Ένα συναφές είδος, ο Λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus), καλλιεργείται από τον άνθρωπο για κατανάλωση, αλλά όταν αποτελεί σημαντικό μέρος της διατροφής του προκαλεί συμπτώματα τοξικότητας που ονομάζονται λαθυρισμός.[8]

Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι, ζώα των οποίων η τροφή αποτελείτο κατά 50% από σπόρους γλυκού μπιζελιού, ανέπτυξαν διογκωμένα επινεφρίδια σε σχέση με τα ελεγχόμενα ζώα που τρέφονταν με σπόρους του Λ. του εδώδιμου.[9] Πιστεύεται ότι η κύρια επίδραση σημειώνεται στο σχηματισμό κολλαγόνου. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια με εκείνα του σκορβούτου και της ανεπάρκειας χαλκού, τα οποία αναστέλλουν τον κανονικό σχηματισμό ινιδίων κολλαγόνου. Οι σπόροι του γλυκού μπιζελιού περιέχουν βήτα-αμινοπροπιονιτρίλιο (beta-aminopropionitrile) που εμποδίζει την διασταυρούμενη σύνδεση του κολλαγόνου με την αναστολή της οξειδάσης λυσυλ (lysyl oxidase) και ακολούθως το σχηματισμό της υδροξυλυσίνης (hydroxylysine), οδηγώντας σε χαλαρό δέρμα. Πρόσφατα πειράματα έχουν προσπαθήσει να αναπτύξουν αυτό το χημικό ως θεραπεία, για να αποφευχθούν οι παραμορφωτικές συσπάσεις μετά από μεταμοσχεύσεις δέρματος.

Γενετική

Ο Γκρέγκορ Μέντελ αναγνωρίζεται σήμερα ως ο «Πατέρας της σύγχρονης Γενετικής», για την εργασία του με τη διασταύρωση αναπαραγωγής των φυτών του είδους Πίσον το εδώδιμον (Pisum sativum), δηλαδή του κοινού αρακά, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και το γλυκό μπιζέλι, έχει χρησιμοποιηθεί με παρόμοιο τρόπο. Το γλυκό μπιζέλι έτσι είναι ένας οργανισμός μοντέλο που χρησιμοποιείται στους αρχικούς πειραματισμούς στον τομέα της γενετικής, ιδιαίτερα από τον πρωτοπόρο γενετιστή Ρέντζιναλντ Πάνετ (Reginald Punnett). Είναι ιδιαίτερα κατάλληλο ως ένα θέμα γενετικής λόγω της ικανότητάς του να αυτο-επικονίαζεται και εύκολα παρατηρούνται τα Μεντελικά γνωρίσματά του, όπως το χρώμα, το ύψος και η μορφή του πετάλου. Έχουν ανακαλυφθεί ή επιβεβαιωθεί πολλές γενετικές αρχές σε αυτό το είδος. Από τον Punnett, χρησιμοποιήθηκε στις αρχικές μελέτες γενετικής σύνδεσης.[11] Ο συμπληρωματικός παράγων της κληρονομικότητας, επίσης αποσαφηνίστηκε στον γλυκό αρακά, από τη διασταύρωση αναπαραγωγής των δύο καθαρόαιμων λευκών στελεχών και απ'όπου αναδύθηκε το μπλε υβρίδιο, το μπλε χρώμα, απαιτώντας δύο γονίδια που προέρχονταν ανεξάρτητα από τους δύο λευκούς γονείς.

Υβριδισμός με Lathyrus belinensis

Όπως συμβαίνει και με το μπλε τριαντάφυλλο, το κίτρινο μοσχομπίζελο παραμένει ουτοπία. Το Lathyrus belinensis είναι ένα είδος Λάθυρου, το οποίο έχει κόκκινα και κίτρινα άνθη. Υπάρχουν σε εξέλιξη προσπάθειες, για να φέρουν το κίτρινο χρώμα στο Lathyrus odoratus, διασταυρώνοντάς το με το Lathyrus belinensis. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκαν πολλές νέες ποικιλίες μοσχομπίζελου, αν και μέχρι στιγμής, καμία με κίτρινα άνθη.

F 68
130 αντικείμενα

USDA Hardiness zone

Reviews Reviews (0)

Based on 0 reviews - 0 1 2 3 4 0/5